-
1 ἀκαχίζω
ἀκαχίζω (ἈΧ, ἄχος), betrüben, τινά. Od. 16, 432; pass. betrübt sein, Il. 6, 486; μη ϑανὼν ἀκαχίζευ, darüber, daß du gestorben, Od. 11, 486. Dazu gehören: aor. II. ἤκαχε: λαὸν Ἀχαιῶν Il. 16, 822, ἥ ἑ μάλιστα ἤκαχ' ἀποφϑιμένη, durch ihren Tod, Od. 15, 357; ἥκαχε Θεσπρωτούς, hatte sie geschädigt, Od. 16, 427; med. μνηστῆρες ἀκάχοντο, waren traurig, neben κατήφησάν τ'ἐνὶ ϑυμῷ Od. 16, 342; ἀκάχοιτο Il. 8, 207 u. im Ggstz von γηϑήσειεν 13, 344; ἀκαχοίμην c. dat., ϑανόντι, Od. 1, 236; c. gen. Il. 16, 16. Aber Hes. Th. 868 ist ἀκαχών intrans.; – aor. I. ἀκάχησε, τοκῆας Il. 23, 223;– fut. ἀκαχήσει H. h. Merc. 286; – perf. ἀκάχημαι, ich bin betrübt, Od. 8, 314. 19, 95; ἀκαχήμενοι ἦτορ Od. 9, 62; τινός Il. 11, 702. 24, 550; ἀκηχέμεναι 18, 29; 5, 364; ἀκάχησϑαι 19, 335. Dahin gehört ἀκηχέδατ' 17, 637 für ἀκάχηνται, u. ἀκαχείατο 12, 179 für ἀκάχηντο. – Oft bei aler. Dichtern; auch Theocr. 8, 91 hat ἀκάχοιτο. – Vgl. ἄχομαι, ἄχνυμαι.
-
2 κατηφέω
κατηφέω, niedergeschlagen, bestürzt, beschämt sein; στῆ δὲ κατηφήσας Il. 22, 292; μνηστῆρες δ' ἀκάχοντο κατήφησάν τ' ἐνὶ ϑυμῷ Od. 16, 342; τί δὴ κατηφεῖς ὄμμα; was schlägst du das Auge nieder? Eur. Med. 1008; sp. D., wie Csilim. 59 (VII, 517); Arist. H. A. 8, 29 u. Sp.
См. также в других словарях:
κατηφώ — κατηφῶ, έω (Α) [κατηφής] 1. κατεβάζω τα μάτια κυρίως από λύπη ή ντροπή, είμαι κατηφής, δύσθυμος, κατσουφιάζω (α. «μνηστῆρες δ ἀκάχοντο κατήφησάν τ ἐνὶ θυμῷ», Ομ. Οδ. β. «τὶ δὴ κατηφεῑς ὄμμα καὶ δακρυρροεῑς» γιατί έχεις κατεβασμένα τα μάτια και… … Dictionary of Greek